- μπολικαίνω
- 1. μετ. делать изобильным, приводить к изобилию;2. αμετ. изобиловать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπολικαίνω — [μπόλικος] 1. καθιστώ κάτι άφθονο 2. γίνομαι άφθονος, πληθαίνω … Dictionary of Greek